- πισσόκηρος
- πισσόκηροςpropolismasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πισσόκηρος — ὁ, Α είδος ρητινώδους κεριού με το οποίο οι μέλισσες χρίουν εσωτερικώς τις κυψέλες τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κηρός (πρβλ. κηρόπισσος)] … Dictionary of Greek
πισσοκήρῳ — πισσόκηρος propolis masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)